- κωματώδεα
- κωματώδηςlethargicneut nom/voc/acc pl (epic ionic)κωματώδηςlethargicmasc/fem acc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπολέθριος — ον, Α σχεδόν θανάσιμος, επικίνδυνος («τὰ κωματώδεα ῥίγεα ὑπολέθρια», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὀλέθριος] … Dictionary of Greek